- μεθίστασθαι
- μεθίστημιplace in another waypres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
остоупати — ОСТОУПА|ТИ 1 (2*), Ю, ѤТЬ гл. Обступать, окружать: богородицю… ангельстии чини славѧть… ѧко цьсарицю ѡстѹпающе. Стих 1156–1163, 98; хѣровимьскоѥ. оружиѥ. оступаѥть породныхъ двьрии. Пр XIV1 (1), 137г. ОСТОУПА|ТИ 2 (6*), Ю, ѤТЬ гл … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συνήχηση — η / συνήχησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνηχῶ] 1. γραμμ. η τυχαία ή σκόπιμη παράταξη λέξεων με ομόηχες συλλαβές, η παρήχηση, όπως λ.χ. ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος [Αλ. Ραγκαβής] ή τυφλός τά τ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ ὄμματ εἶ [Σοφ.] 2. (κυρίως στην αρχ.… … Dictionary of Greek